μετριοφροσύνης

μετριοφροσύνης
μετριοφροσύνη
modesty
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταδεκτικότητα — και καταδεχτικότητα, η η ύπαρξη μετριοφροσύνης και ανεκτικότητας στον χαρακτήρα, η ευγενική συμπεριφορά ακόμη και σε κατώτερους ή πιο αδύνατους. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταδεκτικός. Η λ., στον λόγιο τύπο καταδεκτικότης, μαρτυρείται από το 1889 στην… …   Dictionary of Greek

  • ταπεινότητα — η /ταπεινότης, ητος, ΝΜΑ [ταπεινός] (με αρνητική σημ.) η ιδιότητα τού ταπεινού, ευτέλεια ψυχής, ποταπότητα νεοελλ. μετριοφροσύνη, σεμνότητα («η ταπεινότητά μου» τυπική έκφραση μετριοφροσύνης που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα οι πατριάρχες αντί τής λ …   Dictionary of Greek

  • φτωχικός — ή, ό / πτωχικός, ή, όν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτωχικός Ν [φτωχός / πτωχός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε φτωχό (α. «φτωχική φορεσιά» β. «ἤδη δ ἀγύρτης πτωχικὴν ἔχων στολὴν εἰσῆλθε πύργους», Ευρ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το φτωχικό α)… …   Dictionary of Greek

  • Επτά σοφοί — Επτά άνδρες της αρχαιότητας, οι οποίοι έζησαν κατά το τέλος του 7ου και τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. και διατύπωσαν σε σύντομα, περιεκτικά και εύληπτα αποφθέγματα οδηγίες ηθικής και πολιτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων. Τα αποφθέγματα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • Κρούσκα, Ακαδημία της- — Ιταλική φιλολογική εταιρεία, η οποία ιδρύθηκε στη Φλωρεντία το 1582. Η ονομασία της προέρχεται από τη λέξη crusca, που στα ιταλικά σημαίνει πίτουρο και δόθηκε από τους πρώτους ιδρυτές της χάριν μετριοφροσύνης. Κύριος σκοπός της ήταν η κριτική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”